Τον τελευταίο καιρό είχα αρκετές θετικές εξελίξεις στη ζωή μου, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά.
Η εργασία μου αναγνωρίστηκε, εν μέρει, από τον εργοδότη, ενώ άλλαξε λίγο η μορφή της, επιτρέποντάς μου να δραπετεύω μερικές ημέρες από τη ρουτίνα του γραφείου. Όπως είχα γράψει σε παλαιότερες αναρτήσεις, μπορεί εργαζόμενος να εισπράττω μεγάλη ικανοποίηση, δημιουργικότητα και παραγωγικότητα, αλλά με τον καιρό, άρχισα να νιώθω, το πρωτόγνωρο για εμένα αίσθημα της ρουτίνας. Οπότε κάθε αλλαγή είναι ευπρόσδεκτη και ανυπόμονα επιθυμητή.
Το κακό βέβαια είναι ότι τις μέρες που ξεφεύγω από το χώρο του γραφείου, περνάω ώρες μέσα στην κίνηση των πόλεων με το αυτοκίνητο. Δηλαδή ξεφεύγω από τη ρουτίνα, γεμίζοντας μεγάλο μέρος του χρόνου με δραστηριότητα που δε μου αρέσει. Κι όμως νιώθω καλύτερα. Δυστυχώς η μοτοσυκλέτα παραμένει λουστρίνι και όχι εργαλείο δουλειάς. Φοβάμαι να την αφήνω επί ώρες σε κάθε γωνιά του λεκανοπεδίου, οπότε με περιμένει υπομονετικά, τις λίγες φορές την εβδομάδα που θα την οδηγήσω με ανυπομονησία και ενθουσιασμό. Δεν της έχω πάρει ακόμα τον αέρα και ούτε θέλω. Αφενός επειδή έτσι δε θα κάνω υπερβολές, αφετέρου διότι θα χαρώ περισσότερο καιρό το συναίσθημα της αγωνίας και των συναισθημάτων της πρώτης γνωριμίας. Με τη μοτοσυκλέτα νιώθω όπως ένιωθα τα πρώτα χρόνια που οδηγούσα αυτοκίνητο, που με ενθουσίαζε κάθε διαδρομή. Παρόλα αυτά, θα μου άρεσε κάποια στιγμή να γίνει το καθημερινό μου μέσο μετακίνησης και όχι περιστασιακό.
Άλλαξε λοιπόν σε κάποια σημεία της η δουλειά μου και ανανεώθηκα, παρόλο που παραμένει ατελείωτη. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι άλλαξε το πρίσμα υπό το οποίο βλέπω τη ζωή. Μπήκε στη ζωή μου ευγενικά και χαμογελαστά μία ψυχή που με κάνει να βλέπω κάθε στιγμή πιο όμορφη. Το ηλιοβασίλεμα έγινε πάλι όμορφο και όχι μελαγχολικό, η ανατολή αισιόδοξη και όχι στιγμή ρουτίνας. Το μυαλό μου μπορεί και πάλι να χαλαρώνει και να ονειρεύεται ότι υπάρχει κάπου, άλλοτε κοντά και άλλοτε μακριά, ο δικός μου άνθρωπος, με τον οποίο μπορώ να μοιραστώ χωρίς ενδοιασμούς την καθημερινότητα, να έχω όμορφες στιγμές που χρωματίζουν τη ζωή και να κάνω όνειρα που πριν δεν τολμούσα.
Παρόλα αυτά, ένα κείμενο οφείλει να δικαιολογεί τον τίτλο του ή, αλλιώς, ο τίτλος μπαίνει επειδή ο συγγραφέας θέλει να επισημάνει το έναυσμα του συγγράμματος. Μου λείπει λοιπόν η Πεντέλη, μου λείπει πολύ. Μου λείπει η θέα της, η δυσκολία της ανάβασής της, η ηρεμία, η απομόνωση, η χαλάρωση, όλα αυτά τα συναισθήματα που ανασύρουν οι αναμνήσεις του ορεινού καταφυγίου μου, που επί χρόνια βρίσκεται εκεί για να με στηρίζει στις δύσκολες στιγμές μου και να ομορφαίνει περισσότερο τις ήδη ωραίες.
Δεν έχω καταφέρει να βρω την αθλητική ισορροπία στη ζωή μου τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Το παλεύω κατά περιόδους, αλλά δεν το πετυχαίνω στο βαθμό που θέλω. Η δουλειά μου τρώει πολλές ώρες τη μέρα και παρόλο που ο άνθρωπός μου δείχνει εντυπωσιακή κατανόηση και ανοχή, ο ίδιος ο εαυτός μου στέκεται εμπόδιο στην ισορροπία μου. Κάτι πρέπει να αλλάξει... Αλλά είναι μεγάλη απόφαση για εμένα να παρατήσω τη μία δουλειά, κυρίως ορθολογιστικά και όχι εμμονικά.
Οι σκέψεις ξεκίνησαν σήμερα, καθώς επέστρεφα από τη δουλειά και ανηφόριζα την εθνική οδό, όπου είδα μπροστά μου τη Πεντέλη μέσα στο σύννεφο. Προσπαθούσα επί ώρα να αποφανθώ αν το σύννεφο ήταν σε υψόμετρο 700 ή 800 μέτρα και να αντέξω στην ιδέα ότι βρίσκομαι σε ένα αμάξι, αντί να ανεβαίνω μέσα στο σύννεφο το βουνό και να απολαμβάνω την ομίχλη. Πέρασαν πολλές φευγαλέες σκέψεις, όπως "Έχω πάρει το σωστό δρόμο στη ζωή μου; Γιατί δεν μπορώ να συνδυάσω την επαφή με τη φύση με την εργασία μου; Γιατί ασφυκτιώ μέσα στην αστική πεδιάδα; Τι θα μπορούσα να αλλάξω στη ζωή μου, ώστε να βρω την ισορροπία μεταξύ βιοπορισμού και ικανοποίησης των δυνατών μου επιθυμιών;"
Το μόνο που με κρατούσε ήταν το γεγονός ότι η διαδρομή δεν ήταν προς το σπίτι, αλλά προς κάπου ομορφότερα...
Μου λείπει η Πεντέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου