Από τη στιγμή που ένας ποδηλάτης ξεπερνά το στάδιο του αρχαρίου, αρχίζει πλέον να χαράζει τη ρότα του στην άσφαλτο και στο χώμα. Εξετάζει τι του αρέσει, συνυπολογίζει τη συγκομιδή νέων εμπειριών, δοκιμάζει τον εαυτό του.
Η ανάβαση της Πεντέλης ήταν κάποτε όνειρο του γράφοντα. Πλέον είναι τακτικός προορισμός. Είναι ο χώρος που εκτονώνω τις καθημερινές εντάσεις, το μέρος που χαλαρώνω, που με κάνει να χαμογελάω και να σχηματίζω ακόμα και τα πιο τρελά μου όνειρα. Δεν ήταν όμως έτσι από την αρχή.
Πρόσφατα, καθώς κατέβαινα το βουνό και φωτογράφιζα το ηλιοβασίλεμα, πέτυχα ένα φίλο που ανέβαινε με το αμάξι. "Ήρθα λίγο πάνω να ξελαμπικάρω." Και πού να ήξερε πόσο πιο όμορφα θα ήταν αν το έκανε με το ποδήλατο. Μετά από μερικές μέρες που τον πέτυχα ξανά στο δρόμο, με ρώτησε πώς και δε φοβάμαι να ανεβαίνω μόνος πάνω. "Είναι spooky στο σκηνικό με τη συννεφιά, την απομόνωση, τα βράχια στην κορυφή." Η φράση αυτή με πήγε αρκετά πίσω στο χρόνο, τότε που σκεφτόμουν ακριβώς το ίδιο. Αρχικά αγριεύεσαι όταν ανεβαίνεις μόνος σου. Θα δεις πέρδικες, καμιά χελώνα, ίσως κανένα φίδι, κι αν είσαι τυχερός κανένα λαγό στην κορυφή, καθώς και την αλεπού που τριγυρνάει λίγο πιο χαμηλά από το μοναστήρι. Μετά τη σπηλιά του Νταβέλη σπάνια ανεβαίνει άνθρωπος, ειδικά όταν ο καιρός δεν είναι εκδρομικός.
Η διαδρομή είναι πολύ δύσκολη, οπότε οι ποδηλάτες είναι σπάνιοι σε μεγάλα υψόμετρα. Εξαίρεση είναι το καλοκαίρι που βλέπεις μερικούς παραπάνω, επειδή η κυκλοφορία στα άλλα βουνά αποκόπτεται από την τροχαία, για να προλάβουν πυρκαγιά. Η Πεντέλη όμως σε περιμένει εκεί πάντοτε προσβάσιμη, να την απολαύσεις ακόμα και με 7 μποφόρ άνεμο και τα τύμπανα των κεραιών να σπάνε και να εκτοξεύονται στις πλαγιές.
Αν και το τοπίο προκαλεί δέος στον αμύητο, προσωπικά με μαγνήτιζε εξ αρχής. Έχω συνηθίσει από μικρός να βρίσκομαι μόνος στη μέση του πουθενά με την ιστιοπλοΐα και το windsurfing, αλλά και να μετατρέπω το αίσθημα αγωνίας σε αθλητική δραστηριότητα. Όσο πιο έντονα τα συναισθήματα, τόσο μεγαλύτερη η αντοχή μου, τόσο περισσότερη η προσπάθεια. Μοιραία όμως, φορά με τη φορά, η οικειότητα που ένιωθα στο βουνό αυξανόταν. Εκεί που ένιωθα αγωνία, όταν άφηνα τον πολιτισμό για να φθάσω στην κορυφή, πλέον αισθάνομαι χαρά. Τη χαρά της απομόνωσης, της ηρεμίας, της πέραν των συνηθισμένων δραστηριότητας. Φθάνοντας στο πυροφυλάκιο σε υψόμετρο 830 μέτρων, αρχίζω να νιώθω το μέρος δικό μου. Όχι με την έννοια της κτήσης, αλλά με τη σκέψη ότι απολαμβάνω κάτι που λίγοι τολμούν και έχω όλο το χρόνο να θαυμάσω κάθε σημείο του τοπίου, κάθε οπτική γωνία της φανταστικής θέας, χωρίς να με αποσπάσει τίποτε.
Με τον καιρό μαθαίνεις τον κόσμο που κυκλοφορεί εκεί. Εκείνους που κάνουν αναρρίχηση λίγο πριν το πυροφυλάκιο, τον κύριο με τη μηχανή on/off που ανεβαίνει καθημερινά το καλοκαίρι με τη σαγιονάρα :p, τον πυροφύλακα με το πράσινο Jimny που ρεμβάζει το ηλιοβασίλεμα, τους σμηνίτες που κάνουν την τακτική επίσκεψη στην κεραία του παλαιού στρατοπέδου.
Η λίγη ώρα που θα μείνεις με μόνη συντροφιά το ποδήλατό σου, είναι ανεκτίμητη. Η παρατεταμένη επικλινής ανηφόρα σου δίνει έναν όμορφο αθλητικό στόχο και η ησυχία του βουνού σε βοηθάει να ακούσεις καλύτερα τη σκέψη σου, χωρίς να σε αποσπά η βοή της πόλης. Βλέπεις το λεκανοπέδιο από ψηλά και αφήνεσαι στη γοητεία του ηλιοβασιλέματος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου